Έφτιαξε λοιπόν μια πινακίδα και, όπως έβαζε το τελευταίο καρφί,
αισθάνθηκε κάποιον να τον τραβά από το μανίκι.
Γύρισε και είδε ένα μικρό αγόρι.
"Κύριε, θέλω να αγοράσω ένα κουταβάκι".
Ο αγρότης σκέφτηκε λίγο και απάντησε. "Ξέρεις, αυτά τα κουταβάκια
είναι από πολύ σπουδαίους γονείς και στοιχίζουν πολλά χρήματα."
Το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι για ένα λεπτό.
Μετά έβγαλε από την τσέπη του μερικά κέρματα, τα έδειξε στον αγρότη
και ρώτησε: "έχω αυτά τα χρήματα. Φτάνουν για να δω τα κουταβάκια;
"
Ο αγρότης έβγαλε ένα σφύριγμα και στη στιγμή πετάχτηκε από το σκυλόσπιτο
η μαμά σκύλα κι από πίσω της τρέχοντας πέντε γούνινες μπαλίτσες.
Το αγόρι τα κοιτούσε με μάτια γεμάτα ευτυχία.
Ξαφνικά, είδε μια ακόμα γούνινη μπαλίτσα να έρχεται προς το μέρος τους, ακολουθώντας όμως με μεγάλη δυσκολία τα άλλα κουτάβια.
Σερνόταν και αγωνιζόταν να τα φτάσει.
"Αυτό θέλω", είπε το αγόρι.
"Μα δεν μπορείς να πάρεις αυτό", είπε ο αγρότης. "Δεν θα μπορέσει ποτέ
να τρέξει και να παίξει, όπως τα άλλα κουτάβια".
Το αγόρι έσκυψε και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του αποκαλύπτοντας δύο ατσάλινες λάμες να συγκρατούν το πόδι του και να καταλήγουν σε ένα ειδικό παπούτσι.
"Βλέπετε, κύριε," είπε το αγόρι, "ούτε κι εγώ μπορώ να τρέξω πολύ καλά και θα χρειαστεί στη ζωή του κάποιον να το καταλαβαίνει".
Ο αγρότης, αμίλητος, έβαλε στην αγκαλιά του αγοριού το ανάπηρο κουταβάκι.
"δημοσιεύτηκε στο ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ http://andreaslappas.blogspot.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου